- ζευγάρισμα
- ο [ζευγαρίζω]η αροτρίωση με ζευγάρι βοδιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζευγάρισμα — το, ατος το όργωμα με αλέτρι που σέρνουν δύο ζώα, το αλέτρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άροση — η όργωμα, ζευγάρισμα, καλλιέργεια: Καλή άροση είναι η βαθιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)